στομαχιάζω

στομαχιάζω
Ν [στομάχι]
1. παθαίνω δυσπεψία
2. μέσ. στομαχιάζομαι
στενοχωρούμαι, δυσανασχετώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • στομαχιάζω — στομαχιάζω, στομάχιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • στομαχιάζω — στομάχιασα, νιώθω ενοχλήσεις στο στομάχι λόγω δυσπεψίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στομάχιασμα — το, Ν [στομαχιάζω] βαρυστομαχιά, δυσπεψία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”